γκι

γκι
γκι, το (λ. γαλλ.), είδος καλλωπιστικού φυτού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γκι — Κοινή ονομασία φυτού γνωστό με την επιστημονική ονομασία βίσκο το λευκό. Πρόκειται για φυτό ημιπαράσιτο, της οικογένειας των λωρανθιδών. Βλ. λ. ιξός …   Dictionary of Greek

  • Γκι — (Guys). Επώνυμο τριών Γάλλων φιλελλήνων. 1. Κονσταντέν (Constantin, 1802 – 1892). Σχεδιαστής και υδατογράφος. Πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821 και φιλοτέχνησε πολλά σχέδια που τα θέματά τους τα άντλησε από τις πολεμικές εμπειρίες του. Το 1848… …   Dictionary of Greek

  • ιξός ή γκι — Αειθαλές φρύγανο της οικογένειας των λωρανθιδών. Ζει παρασιτικά (ημιπαράσιτο) σε ορεινές περιοχές, πάνω στα κλαδιά δασικών (έλατο, λεύκη, καστανιά κλπ.) και οπωροφόρων δέντρων (μηλιά, αχλαδιά, δαμασκηνιά κλπ.), προκαλώντας συχνά σοβαρές ζημιές.… …   Dictionary of Greek

  • Μοπασάν, Γκι ντε- — (Guy de Maupassant, Μιρομεσνίλ, Κάτω Σηκουάνας 1850 – Παρίσι 1893). Γάλλος συγγραφέας. Μεγάλωσε στην ύπαιθρο της Νορμανδίας και άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία κάτω από την καθοδήγηση του Φλομπέρ. Από το 1871 εργάστηκε σε δημόσιες υπηρεσίες …   Dictionary of Greek

  • Φρανσουά, Γκι — (François, Λε Πιί εν Βελέ 1578 – περ. 1650). Γάλλος ζωγράφος. Έζησε πολύ καιρό στην Ιταλία όπου σπούδασε δίπλα στους Σ. Βονέ και Γ. Ρένι, στη Ρώμη, από τους οποίους και επηρεάστηκε. Όταν γύρισε στη Γαλλία, το 1613, έδειξε δραστηριότητα με μια… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Albanian alphabet — The modern Albanian alphabet is based on the Latin alphabet, and consists of 36 letters:[1][2] Letter: A B C Ç D Dh E …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”